μέλας,-αινα,-αν

μέλας,-αινα,-αν
+ A 1-0-2-2-0=5 Lv 13,37; Zech 6,2.6; Ct 1,5; 5,11
black, dark
→ TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • ερυθρομέλας — αινα, αν (Μ ἐρυθρομέλας, αινα, αν) 1. αυτός που σε μερικά μέρη είναι κόκκινος και σε άλλα μαύρος 2. αυτός που έχει χρώμα βαθύ κόκκινο το οποίο αποκλίνει προς το μαύρο ή μαύρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο κοκκινόμαυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + …   Dictionary of Greek

  • υπομέλας — αινα, αν / ὑπομέλας, αινα, αν, ΝΑ μαυρειδερός νεοελλ. φρ. «υπομέλας τόπος» ανατ. πυρήνας από χρωματιστά κύτταρα, ένας από κάθε πλευρά τής 4ης κοιλίας στο άνω τμήμα τής γέφυρας, με νευρομεταβιβαστή την νοραδρεναλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μέλας… …   Dictionary of Greek

  • ωχρομέλας — αινα, αν / ὠχρομέλας, αινα, αν, ΝΜΑ μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + μελάς «μαύρος»] …   Dictionary of Greek

  • περιμέλας — αινα, αν, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο περιμέλας ζωολ. παλαιά ονομασία είδους δεκάποδου μαλακίου αρχ. πολύ μαύρος, κατάμαυρος («περιμέλας ὄνος). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μέλας «μαύρος»] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλερυθρόμελας — αινα, αν, Α (για το χέλι) κατάστικτος από ερυθρές και μαύρες κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + ἐρυθρός + μέλας] …   Dictionary of Greek

  • ρυπαρομέλας — αινα, αν, Α αυτός που έχει μαύρο και ρυπαρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + μέλας «μαύρος»] …   Dictionary of Greek

  • τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …   Dictionary of Greek

  • υψιμέλας — αινα, αν, Α (επικ. τ.) (για πλοίο) 1. ψηλός και μαύρος 2. εντελώς μαύρος, κατάμαυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + μέλας «μαύρος»] …   Dictionary of Greek

  • χλωρομέλας — αινα, αν, Α ωχρομέλας, μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + μέλας] …   Dictionary of Greek

  • ακρομέλας — ἀκρομέλας, αινα, αν (Α) ο κατάμαυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + μέλας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”